συννεφιάζω

συννεφιάζω
αμετ.
1) покрываться тучами, облаками, становиться пасмурным;

συννεφιάζει απρόσ. — погода портится, хмурится, собираются тучи;

2) перен. хмуриться;
συννέφιασε η όψη του он помрачнел

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συννεφιάζω" в других словарях:

  • συννεφιάζω — συννεφιάζω, συννέφιασα, συννεφιασμένος βλ. πίν. 35 (και ως απρόσ. συννεφιάζει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συννεφιάζω — και συννεφιώ, άω και συγνεφιάζω Ν [συννεφιά] 1. καλύπτομαι από σύννεφα («συννέφιασεν ο Παρνασσός») 2. απρόσ. συννεφιάζει απλώνεται συννεφιά 3. μτφ. λυπάμαι, στενοχωριέμαι («κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος», Ερωτόκρ.) 4. (μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • συννεφιάζω — συννέφιασα, συννεφιασμένος 1. σκεπάζομαι από σύννεφα: Συννέφιασε ο ουρανός. 2. μτφ., γίνομαι σκυθρωπός: Συννέφιασε η όψη του μόλις άκουσε αυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συννέφιασμα — το, Ν [συννεφιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συννεφιάζω, νέφωση, κάλυψη τού ουρανού με σύννεφα 2. μτφ. σκυθρωπότητα, θλιμμένη έκφραση προσώπου …   Dictionary of Greek

  • ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω …   Dictionary of Greek

  • θολώνω — (ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) [θολός] 1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, τό κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του 2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῑ δὲ καρδίαν», Ευρ.) νεοελλ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή …   Dictionary of Greek

  • νεφελώνομαι — (Μ νεφελοῡμαι, όομαι) [νεφέλη] 1. (ιδίως για ουρανό και ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω 2. γίνομαι θολός …   Dictionary of Greek

  • νεφούμαι — νεφοῡμαι, όομαι (Α) [νέφος] 1. (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω 2. μτφ. είμαι ή καθίσταμαι ασαφής, σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • συγνεφιάζω — Ν βλ. συννεφιάζω …   Dictionary of Greek

  • συννεφιασμένος — η, ο, Ν βλ. συννεφιάζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»